- ὑποβολέα
- ὑποβολέᾱ , ὑποβολεύςsuggestermasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
υπολέγω — Α [λέγω] 1. κάνω τον υποβολέα, υπαγορεύω («Εὐριπίδης μὲν οὖν ὁ ποιητὴς ὡς ὑπολέγοντος αὐτοῡ τοῑς χορευταῑς ᾠδήν τινα πεποιημένην ἐφ ἁρμονίας εἷς ἐγέλασεν», Πλούτ.) 2. λαμβάνω υπ* όψιν μου 3. θέτω ως βάση («τὰ ἔργα τοῑς λογισμοῑς ὑπολέγων», Δίων… … Dictionary of Greek
υποβάλλω — υπόβαλα και υπέβαλα, υποβλήθηκα, υποβλημένος 1. βάζω κάτι στην κρίση ή έγκριση κάποιου, προτείνω, παρουσιάζω: Υποβάλλω πρόταση. 2. εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι: Υποβλήθηκε σε έξοδα. 3. μτφ., υπαγορεύω σε κάποιον τις σκέψεις ή τη θέλησή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)